ωτοσκόπηση

ωτοσκόπηση
[-ις (-εως)], ωτοσκόπία η мед. отоскопия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ωτοσκόπηση" в других словарях:

  • ωτοσκόπηση — ωτοσκόπηση, η και ωτοσκοπία, η η εξέταση του αυτιού με το ωτοσκόπιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωτοσκόπηση — η, Ν βλ. ωτοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • ωτοσκοπία — και ωτοσκόπηση, η, Ν εξέταση τού έξω ακουστικού πόρου και τού τυμπάνου τού αφτιού με τη βοήθεια τού ωτοσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. otoscopie (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + σκοπία < σκόπος < σκέπτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ωτοσκοπία — η βλ. ωτοσκόπηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»